- τετράβηλο
- το / τετράβηλον, ΝΜτα τέσσερα βήλα, δηλαδή τεμάχια υφάσματος, που κρέμονται στις τέσσερεις πλευρές τού κιβωρίου πάνω από την Αγία Τράπεζαμσν.τετράγωνος πέπλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + βῆλον «ύφασμα, καλύπτρα»].
Dictionary of Greek. 2013.